μονόφωνος — η, ο για τραγούδι που ερμηνεύεται από μια φωνή ή από πολλά άτομα με μια φωνή: Μονόφωνο τραγούδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόφωνον — μονόφωνος with but one voice masc/fem acc sg μονόφωνος with but one voice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόφωνα — μονόφωνος with but one voice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφωνώ — μονοφωνῶ, έω (Μ) [μονόφωνος] 1. έχω ή εκπέμπω μία μόνο φωνή, έναν ήχο, είμαι μονόφωνος 2. εκφράζω την ίδια γνώμη, συμφωνώ, ομοφωνώ … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοφωνάρης — μονοφωνάρης, ὁ (Μ) συν. στον πληθ. οἱ μονοφωνάροι αυτοί που εκφράζουν την ίδια γνώμη φωνάζοντας όλοι μαζί, συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόφωνος + κατάλ. άρης] … Dictionary of Greek
μονοφωνία — η (Μ μονοφωνία) [μονόφωνος] νεοελλ. μουσ. 1. μουσική πλοκή που αναπτύσσεται από μία μόνο μελωδική γραμμή 2. τρόπος εγγραφής και μετάδοσης ήχων ή μουσικής που περιορίζεται στην αναπαραγωγή τού ηχητικού σήματος χωρίς τη διάσταση τής διαφορετικής… … Dictionary of Greek
μονοφωνίς — (Μ) επίρρ. με μια φωνή, ομόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόφωνος + επιρρμ. κατάλ. ίς] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek